- διανεμητής
- οθηλ. διανεμήτρια1. αυτός που διανέμει, μοιράζει κάτι.2. γεωργικό μηχάνημα που απλώνει στα χωράφια το λίπασμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διανεμητής — distributor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανεμητής — ο (θηλ. τρία, η) (Μ διανεμητής) [διανέμω] αυτός που διανέμει νεοελλ. γεωργική μηχανή που διασκορπίζει το λίπασμα στους αγρούς … Dictionary of Greek
διανεμηταί — διανεμητής distributor masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δατητής — δατητής, ο (Α) ο διανεμητής, ο μοιραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δατη τού δατέομαι*] … Dictionary of Greek